- ἀνᾴσσειν
- ἀνᾴσσωstart uppres inf act (attic epic)ἀναίσσωstart uppres inf act (attic epic)ἀναίσσωstart uppres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνάσσειν — ἀνάσσω to be lord pres inf act (attic epic) ἀνάζω fut inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίφι — (I) ἶφι (Α) (επικ. επίρρ. στον Όμ. μόνο με τα ρ. ἀνάσσειν, μάχεσθαι, δαμνῆναι) 1. ισχυρά, κραταιά (α. «ἶφι ἀνάσσειν», Ομ. Ιλ. β. «ἴφι μάχεσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. συχνά ως α συνθετικό κύριων ον. (Ἰφιάνασσα, Ἰφιγένεια, Ἰφιγόνη, Ἰφιδάμας, Ἴφικλος,… … Dictionary of Greek
Anaces — ANĂCES, um, Gr. Ἄνακες, ων, sind so viel, als Castor und Pollux, des Jupiters oder des Tyndarus und der Leda Söhne, Plutarch. in Thes. c. 39. & Hesych. in Ἄνακες. Es soll sie Menestheus am ersten also und Erretter genannt haben, nachdem sie die… … Gründliches mythologisches Lexikon
ις — (I) ἴς, ἰνός, ή (ΑΜ) βλ. ίνα (Ι). (II) ἴς, ἡ (Α) 1. (για πρόσ.) ισχύς, δύναμη («ἀλλ ἄρα καὶ ἴς ἐσθλή», Ομ. Ιλ.) 2. (περιφρ.) α) «ἱερὴ ἴς Τηλεμάχοιο» ο δυνατός Τηλέμαχος (Ομ. Οδ.) β) «κρατερὴ ἳς Ὀδυσσῆος» ο κραταιός Οδυσσέας (Ομ. Ιλ.) 3. (και για… … Dictionary of Greek
μονόστολος — μονόστολος, ον (Α) 1. αυτός που αποστέλλεται κάπου μόνος («μονοστόλῳ τῷ κατά μόνας ἐλθόντι», Ησύχ.) 2. μόνος, έρημος, απομονωμένος («λείπομαι φίλας μονόστολός τε ματρός» Ευρ.) 3. ατομικός, προσωπικός («λόχων ἀνάσσειν ἤ μονοστόλου δορός;» να… … Dictionary of Greek
υπερπόντιος — α, ο / ὑπερπόντιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α αυτός που βρίσκεται ή γίνεται πέρα από τη θάλασσα, ιδίως πέρα από τον ωκεανό (α. «υπερπόντιο ταξίδι» β. «υπερπόντιες χώρες» γ. «πόθῳ δ ὑπερποντίας φάσμα δόξει δόμων ἀνάσσειν [τῆς Ἑλένης]», Αισχύλ.)… … Dictionary of Greek